- καταπυκτεύω
- καταπυκτεύω (Α, Μ καταπυκτεύομαι)καταβάλλω σε πυγμαχία.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πυκτ-εύω «πυγμαχώ» (< πύκ-της «πυγμάχος»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπυκτευθῆναι — καταπυκτεύω conquer in boxing aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)